ομεψιος

ομεψιος
    ὁμέψιος
    ὁμ-έψιος
    ὅ и ἥ сотрапезник, т.е. спутник, сотоварищ
    

(ταῖς Νύμφαισιν Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ομεψιος" в других словарях:

  • ομέψιος — ὁμέψιος, ον (Α) αυτός που παίζει μαζί με άλλον, συμπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + έψιος (< ἑψία «παιχνίδι»), πρβλ. φιλ έψιος] …   Dictionary of Greek

  • ὁμέψιος — playing together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμέψιον — ὁμέψιος playing together masc/fem acc sg ὁμέψιος playing together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»